ἀμυγδάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀμυγδάλη | ἀμυγδάλα | ἀμυγδάλαι |
Γενική | ἀμυγδάλης | ἀμυγδάλαιν | ἀμυγδαλῶν |
Δοτική | ἀμυγδάλῃ | ἀμυγδάλαιν | ἀμυγδάλαις |
Αιτιατική | ἀμυγδάλην | ἀμυγδάλα | ἀμυγδάλας |
Κλητική | ἀμυγδάλη | ἀμυγδάλα | ἀμυγδάλαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμυγδάλη < προελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀμυγδάλη θηλυκό (ἀμυγδᾰ́λη)