ἀμφίαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμφίαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμφίαλος τὸ ἀμφίαλον οἱ, αἱ ἀμφίαλοι τὰ ἀμφίαλα
Γενική τοῦ, τῆς ἀμφιάλου τοῦ ἀμφιάλου τῶν ἀμφιάλων τῶν ἀμφιάλων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμφιάλῳ τῷ ἀμφιάλῳ τοῖς, ταῖς ἀμφιάλοις τοῖς ἀμφιάλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμφίαλον τὸ ἀμφίαλον τοὺς, τὰς ἀμφιάλους τὰ ἀμφίαλα
Κλητική ἀμφίαλε ἀμφίαλον ἀμφίαλοι ἀμφίαλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμφιάλω
Γενική-Δοτική ἀμφιάλοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμφίαλος < ἀμφί- + ἅλ(ς) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμφίαλος, -ος, -ον

  1. αμφίαλος, περιτριγυρισμένος από θάλασσα
  2. που ζει ή βρίσκεται σε δύο θάλασσες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]