Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμφίεσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμφίεσῐς αἱ ἀμφιέσεις
      γενική τῆς ἀμφιέσεως τῶν ἀμφιέσεων
      δοτική τῇ ἀμφιέσει ταῖς ἀμφιέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀμφίεσῐν τὰς ἀμφιέσεις
     κλητική ! ἀμφίεσῐ ἀμφιέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφιέσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφιεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμφίεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀμφιέννυμι (< ἀμφί- + ἕννυμι) ως εξής:  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμφίεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τα ρήματα ἀμφιέννυμι και ἀμφιάζω

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αμφίεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.