ἀμφιεννύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀμφιεννύω < ἀμφι- + ἕννυμι / ἑννύω < *ϝέσνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes (ντύνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀμφιεννύω
- άλλη μορφή του ἀμφιέννυμι