ἀμύνειν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
ἀμύνειν
- απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα του ἀμύνω
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 814
- χεῖρες ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἡμῖν
- χέρια ν' αμυνθούμε έχουμε και εμείς)
- χεῖρες ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἡμῖν
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 814