ἀνίημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνίημι < (ἀνά) ἀν- + ἵημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀνίημι

  1. στέλνω προς τα πάνω, αναπέμπω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 568 (566-568)
    οὐ νιφετός, οὔτ᾽ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾽ ὄμβρος,
    ἀλλ᾽ αἰεὶ ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας
    Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους,
    Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές· / αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός / σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. βγάζω από το στομάχι μου, κάνω εμετό
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 183
    ἀνῇς ὑπ᾽ ἄλγους μέλανα πλευμόνων ἀφρόν
  3. ξεφυτρώνω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 403a @perseus.tufts.edu
    ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος
    (για τους καρπούς)
  4. ξυπνάω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 71, Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 289
    ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν ([και μετά ξύπνησα], ο γλυκός ύπνος με άφησε)
  5. επιτρέπω, χαρίζομαι,
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 3
    εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον
    • ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν᾽ αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία.
      Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    • αν θα χαριστούμε σε κάποιο που τόσο φανερά βλάπτει την ολιγρχία
      Το Βικιλεξικό. -ο Κριτίας για να ξεφορτωθεί τον μετριοπαθή Θηραμένη)
  6. αφήνω, παρατάω, αφήνω ήσυχο κάποιον
    τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς
    ἀνίει μωρίας, τῆς ὀργῆς, φιλονικίας (αφήνω τις βλακείες, κόβω τις ανοησίες, αφήνω το θυμό, τους καβγάδες)
    ἄνετέ μ᾽ ἄνετε (αφήστε με ήσυχο!)
  7. χαλαρώνω χορδή, δεσμά, λύνω, ανοίγω, ελευθερώνω
    ἁρμονίαι ἀνειμέναι
    δεσμά τ᾽ ἀνεῖσαι, πύλας ἄνεσαν, πύλαι ἀνειμέναι
  8. εξαπολύω, ξαμολάω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 7.7 @perseus.tufts.edu
    καὶ ἐπειδὰν ὁ λαγῶς εὑρίσκηται, ἐὰν μὲν καλαὶ ὦσι πρὸς τὸν δρόμον (τὰς σκύλακας) μὴ ἀνιέναι εὐθύς
  9. αμελώ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]