ἀναίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀναίνομαι < ίσως από το αἶνος (αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν σύμφωνα με τους ειδικούς το πρώτο συνθετικό να είναι η πρόθεση ἀνά ή το στερητικό ἀν- και το δεύτερο συνθετικό να είναι η λέξη αἶνος)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀναίνομαι (αποθετικό)
- αρνούμαι, απορρίπτω, περιφρονώ
- τῶν ἄλλων οὔτινα ἀναίνομαι : κανένα απο τα υπόλοιπα δεν απορρίπτω (Οδύσσεια, 8.212)
Κλίση[επεξεργασία]
Δόκιμος μόνον ο ενεστώτας. Ολοι οι άλλοι τύποι θεωρούνται μεταγενέστεροι (και είναι οι εξής: ἠναινόμην και ἀναινόμην και ἀνηνόμην ο παρατατικός, ἠνηνάμην ο αόριστος με απαρέμφατο ἀνήνεσθαι)