ἀναβατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀναβατός < ἀναβαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀναβατός ( & επικός τύπος ἄμβατος και ἀμβατὸς )
- ο εύκολος να τον ανεβεί κάποιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀναβάδην
- ἀναβαθμός (σκάλα, σκαλοπάτι)
- ἀναβάτης (ο αναβάτης, ο ιππέας αλλά και ο επιβήτορας)
- ἀναβατικός (έμπειρος στην ανάβαση)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀναβατός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναβατός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.