ἀναζωπυρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναζωπυρέω < ἀνά + ζωπυρέω

ἀναζωπυρέω - ἀναζωπυρῶ (συνηρημένο)

  1. αναζωογονώ
  2. αναρριπίζω