ἀνακαλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνακαλέω < ἀνά + καλέω-καλῶ

ἀνακαλέω - ἀνακαλῶ (συνηρημένο)

  1. καλώ επάνω
  2. προσκαλώ
  3. ανακαλώ, καλώ πίσω
  4. επικαλούμαι
  5. κλητεύω