Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀναμιμνήσκω

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναμιμνήσκω < ἀνα- + μιμνήσκω

ἀναμιμνήσκω