ἀναξυρίδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αναξυρίδες

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ ἀναξυρίδες
      γενική τῶν ἀναξυρίδων
      δοτική ταῖς ἀναξυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς ἀναξυρίδᾰς
     κλητική ! ἀναξυρίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναξυρίδες < περσική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀναξυρίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές[επεξεργασία]