ἀναρπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναρπάζω < ἀνά + ἁρπάζω < ρίζα ἁρπ- ἁρπαγ-

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀναρπάζω

  1. αρπάζω, μαγγώνω
  2. αποσπώ, υφαρπάζω
  3. παθητικό: σύρομαι (στη φυλακή)
  4. κυριεύω, λεηλατώ
  5. (θετική σημασία) διασώζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]