ἀναρρωτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀναρρωτήριον | τὰ | ἀναρρωτήρια | ||||
γενική | τοῦ | ἀναρρωτηρίου | τῶν | ἀναρρωτηρίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀναρρωτηρίῳ | τοῖς | ἀναρρωτηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀναρρωτήριον | τὰ | ἀναρρωτήρια | ||||
κλητική ὦ! | ἀναρρωτήριον | ἀναρρωτήρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀναρρωτήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το αναρρωτήριο