ἀναφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀναφέρω ( επικός τύπος και ἀμφέρω)
- φέρω προς τα πάνω, ανορθώνω
- χύνω δάκρυα
- υπομένω
- προσφέρω, συνεισφέρω
- αναγγέλλω, αναφέρω, γνωστοποιώ
- ανιχνεύω
- φέρνω ενώπιον
- εξετάζω
- επαναλαμβάνω
- οδηγώ
- συνέρχομαι,
- αναλαμβάνω
- αναστενάζω, βγάζω έναν βαθύ αναστεναγμό