ἀνιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνιάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀνιάω / ἀνιῶ

  1. στεναχωρώ, θλίβω
    → δείτε παράθεμα στο ἀνιῶν
  2. ενοχλώ, εκνευρίζω
  3. (μεοπαθητική φωνή ἀνιῶμαι)
    1. είμαι θλιμμένος, στενοχωρημένος, αποκαρδιωμένος
    2. είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος
    3. ενοχλούμαι
      ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 335 (στίχοι 335-336)
      ἀλλὰ μέν᾽· οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι, | οὔτ᾽ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
      Μείνε λοιπόν· η παρουσία σου εδώ δεν ενοχλεί κανένα, | σίγουρα όχι εμένα, μήτε όποιον άλλον έχω συντροφιά μου εδώ.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr

Πηγές[επεξεργασία]