ἀνιῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
http://www.perseus.tufts.edu/hopper/morph?l=aniwn&la=greek
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀνιῶν, -ῶσα, -ῶν
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀνιῶ του ἀνιάω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 265-267
- πότερα δ᾽ ἄν, εἰ νέμοι τις αἵρεσιν, λάβοις, | φίλους ἀνιῶν αὐτὸς ἡδονὰς ἔχειν, | ἢ κοινὸς ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι ξυνών;
- Τί ωστόσο απ᾽ τα δυο, αν ήταν στο χέρι σου, θα είχες | διαλέξει; να νιώθεις φιλήδονος, αφήνοντας λυπημένους | τους φίλους; ή συμπάσχοντας κι εσύ να υποφέρεις;
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 265-267
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ἀνιῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του ἀνία
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)