ἀνοικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀνοικίζω
- αναστατώνω έναν τόπο, μια πόλη
- μετακομίζω σε υψηλότερο τόπο
- χτίζω ή μεταφέρω μια πόλη πιο μέσα στη στεριά, πιο μακριά από τη θάλασσα, άρα και σε κάπως ψηλότερο σημείο
- ξανα-αποικίζω, αποικίζω εκ νέου, πάλι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀνοικισμός (ανοικοδόμηση)
- ἀνοίκισις (μεταφορά πληθυσμού σε υψηλότερο σημείο ή πιο μακριά από την ακτή)