ἀντιλήπτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀντιληπτωρ-, ἀντιληπτορ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ἀντιλήπτωρ | οἱ | ἀντιλήπτορες | ||||
γενική | τοῦ | ἀντιλήπτορος | τῶν | ἀντιληπτόρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀντιλήπτορῐ | τοῖς | ἀντιλήπτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀντιλήπτορᾰ | τοὺς | ἀντιλήπτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀντιλῆπτορ | ἀντιλήπτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντιλήπτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντιληπτόροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀντιλήπτωρ < ἀντιληπτός < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι < ἀντι- + θέμα ληβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο λαμβάνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; + -τωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀντιλήπτωρ, -ορος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀντιλήπτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀντι- (ελληνιστική κοινή)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τωρ (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)