ἀντλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αντλία, αντλία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀντλία < ἄντλος ή ἄντλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀντλία θηλυκό

  1. αμπάρι
  2. το νερό που μαζεύεται στο αμπάρι ενός πλοίου
  3. δεξαμενή (πλοίου)

Παράγωγα[επεξεργασία]