ἀνύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀνύω και ἀνύτω ή ἁνύτω (Αττική διάλεκτος), ποιητ. ἄνυμι

  1. επιτελώ, κατορθώνω
  2. φτιάχνω
  3. διανύω
  4. βιάζομαι, κάνω γρήγορα, δεν χρονοτριβώ