ἀξιόλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀξιόλογος | τὸ ἀξιόλογον | οἱ, αἱ ἀξιόλογοι | τὰ ἀξιόλογα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀξιολόγου | τοῦ ἀξιολόγου | τῶν ἀξιολόγων | τῶν ἀξιολόγων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀξιολόγῳ | τῷ ἀξιολόγῳ | τοῖς, ταῖς ἀξιολόγοις | τοῖς ἀξιολόγοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀξιόλογον | τὸ ἀξιόλογον | τοὺς, τὰς ἀξιολόγους | τὰ ἀξιόλογα |
Κλητική | ἀξιόλογε | ἀξιόλογον | ἀξιόλογοι | ἀξιόλογα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀξιολόγω | |||
Γενική-Δοτική | ἀξιολόγοιν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἀξιόλογος, -ος, -ον
Βαθμοί επιθέτου κι επιρρήματος
[επεξεργασία]ἀξιολογώτερος |
ἀξιολογώτατος
| |
ἀξιολόγως |
ἀξιολογώτερον |
ἀξιολογώτατα
|