ἀοίδιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀοίδιμος < ἀοιδή
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀοίδιμος -ος -ον
- που εξυμνείται μέσω τραγουδιών, κάποιος για τον οποίο έχουν γραφτεί τραγούδια, διάσημος, ένδοξος
- ※ Ταύτας δὲ Βασίλειος ὁ ἀοίδιμος λαβὼν τὴν βασιλείαν καὶ καταλαβὼν ἔτι ἀλυμάντους ἀνεκαλέσατο, καὶ τὸ νῦν σενζάτον καλούμενον χαραχθῆναι ἐκελεύσατο (Συνεχισταί Θεοφάνους, 11ος αιώνας)[1])
- χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την κακή φήμη