ἀπέραντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπέραντος < στερητικό α- + πέρας

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπέραντος

  1. που δεν έχει τέλος, άκρη
  2. που δεν έχει τελειώσει, ολοκληρωθεί