ἀπήγξατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπήγξατο < ἀπάγχω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἀπήγξατο

  • γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου αορίστου