ἀπαιτητικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπαιτητικότης < → δείτε τη λέξη απαιτητικότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπαιτητικότης θηλυκό