ἀπεγνωσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀπεγνωσμένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπογιγνώσκω
Δείτε επίσης : απεγνωσμένος |
ἀπεγνωσμένος, -η, -ον