ἀπηλιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απηλιώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπηλιώτης οἱ ἀπηλιῶται
      γενική τοῦ ἀπηλιώτου τῶν ἀπηλιωτῶν
      δοτική τῷ ἀπηλιώτ τοῖς ἀπηλιώταις
    αιτιατική τὸν ἀπηλιώτην τοὺς ἀπηλιώτᾱς
     κλητική ! ἀπηλιῶτ ἀπηλιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπηλιώτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀπηλιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπηλιώτης < ἀπ- + ἥλ(ιος) + -ιώτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπηλιώτης αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]