Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀπινής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: απηνής, ἀπηνής

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπινής τὸ ἀπινές
      γενική τοῦ/τῆς ἀπινοῦς τοῦ ἀπινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀπινεῖ τῷ ἀπινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπιν τὸ ἀπινές
     κλητική ! ἀπινές ἀπινές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπινεῖς τὰ ἀπιν
      γενική τῶν ἀπινῶν τῶν ἀπινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπινέσ(ν) τοῖς ἀπινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπινεῖς τὰ ἀπιν
     κλητική ! ἀπινεῖς ἀπιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπινεῖ τὼ ἀπινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀπινοῖν τοῖν ἀπινοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπινής (ελληνιστική κοινή) < ἀ- στερητικό + πίν(ος) + -ής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀπινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)