ἀπλικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπλικεύω, λέξη του 6ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική applicare

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπλικεύω, αόριστος: ἐπλίκευσα / ἐπλίκεψα, μετοχή: ἀπλικιμένος

  1. στρατοπεδεύω
  2. οδηγώ
  3. διαμένω
  4. παραμένω
  5. φωλιάζω
  6. φιλοξενώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]