ἀποβάθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποβάθρα < ἀπό + βάθρον ( < βαίνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀποβάθρα θηλυκό (& ιωνικός τύποςἀπνευβάθρη