ἀποβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποβολή < ἀποβάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀποβολή-ῆς θηλυκό

  1. το πέταμα, η ρίψη, η αποβολή
  2. η απώλεια
  3. (γραμμ.) η απώλεια γράμματος ή τόνου (μεταγενέστερη έννοια, στα τέλη της ελληνιστικής)

Συγγενικά[επεξεργασία]