ἀποδιοπομπέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀποδιοπομπέομαι
- (θρησκεία) προσφέρω ικετήριες θυσίες στον Δία, προκειμένου να αποτρέψω επικείμενες συμφορές
- ξορκίζω
- καθαίρω, αποβάλλω το μίασμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀποδιοπόμπησις
- ἀποδιοπομπητέον
- → δείτε τις λέξεις ἀπό, Ζεύς και πέμπω