ἀποθαρρύνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀποθαρρύνω (μαρτυρείται από το 1866) με γραφή ἀποθαῤῥύνω [1] < ἀπο- + θαρρύνω, αναδημιουργία του ελληνιστικού ἀποθαρρύνω (ενθαρρύνω). Το ἀπο- με νέα, στερητική σημασία, αντί της επιτατικής του ελληνιστικού, όπως και στο ἀποθαρρέω (παίρνω κουράγιο).<ref>«αποθαρρύνω» και σχόλιο για την αλλαγή της σημασίας του απο- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.θaˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐πο‐θαρ‐ρύ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀποθαρρύνω
- αποθαρρύνω και στην κοινή νεοελληνική
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 125, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀποθαρρύνω (ελληνιστική κοινή) < ἀπο- + αρχαία ελληνική θαρρύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀποθαρρύνω παθητική φωνή: ἀποθαρρύνομαι
- (ελληνιστική κοινή)
- στην ενεργητική φωνή ενθαρρύνω, εμψυχώνω φίλους
- στη μεσοπαθητική φωνή → δείτε αποθαρρύνομαι με διαφορετικές σημασίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη θάρρος
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀποθαρρύνω, ἀποθαρρύνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ἀπο- (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Ρήματα (καθαρεύουσα)
- Ρηματικές φωνές (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με πρόθημα ἀπο- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)