Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀποθνήσκω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποθνήσκω < ἀπό + θνήσκω

ἀποθνήσκω

  1. αποθνήσκω, πεθαίνω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 72.2
    καὶ ἔλεγε πρὸς Ἀρίμνηστον ἄνδρα Πλαταιέα οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκει, ἀλλ᾽ ὅτι οὐκ ἐχρήσατο τῇ χειρὶ καὶ ὅτι οὐδέν ἐστί οἱ ἀποδεδεγμένον ἔργον ἑωυτοῦ ἄξιον προθυμεομένου ἀποδέξασθαι.
    κι έλεγε στον Αρίμνηστο, πολίτη των Πλαταιών, πως ο καημός του δεν είναι που πεθαίνει για την Ελλάδα, αλλά που δε δούλεψε το μπράτσο του και δεν μπόρεσε να κάνει κάποιο ανδραγάθημα αντάξιό του, όσο κι αν λαχταρούσε ν᾽ ανδραγαθήσει.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. φονεύομαι (παθητικό του ἀποκτείνω)