ἀποικοδομέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποικοδομέω
- χτίζω τοίχο, για να αποκλείσω κάτι ή κάποιον
- (ελληνιστική κοινή) ξανακτίζω
ἀποικοδομέω