ἀποστακτήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀποστακτήρ | οἱ | ἀποστακτῆρες | ||||
γενική | τοῦ | ἀποστακτῆρος | τῶν | ἀποστακτήρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀποστακτῆρι | τοῖς | ἀποστακτῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀποστακτῆρα | τοὺς | ἀποστακτῆρας | ||||
κλητική ὦ! | ἀποστακτήρ | ἀποστακτῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀποστακτήρ αρσενικό