ἀποταμιεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀποταμιεύω < ἀπό + αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποταμιεύω