ἀποτείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποτείνω (παθητική φωνή: ἀποτείνομαι)
- επιμηκύνω κάτι, το επεκτείνω
- επεκτείνω (το λόγο)
- εξακολουθώ
- (ελληνιστική κοινή) υπαινίσσομαι