Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀποχή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αποχή, απόχη
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποχή αἱ ἀποχαί
      γενική τῆς ἀποχῆς τῶν ἀποχῶν
      δοτική τῇ ἀποχ ταῖς ἀποχαῖς
    αιτιατική τὴν ἀποχήν τὰς ἀποχᾱ́ς
     κλητική ! ἀποχή ἀποχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀποχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποχή < αρχαία ελληνική ἀπέχω < (ἀπό) ἀπ- + ἔχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀποχή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. απόσταση, διάστημα
  2. αποχή, εγκράτεια
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 16.1, 38 @perseus.tufts.edu @wikisource @scaife.perseus
    Ὅτι ὕστερον μετὰ τὸν Μωσῆν ἡ δεισιδαιμονία τοῖς Ἰουδαίοις συνέπεσεν, οἷον ἡ περιτομὴ καὶ ἡ τῶν κρεῶν ἀποχή.
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου, Section 15, 585a, 15 @scaife.perseus
    ἡ γὰρ ἐν οἷς ἔξεστιν ἀποχὴ τῶν ἡδονῶν ἄσκησίς ἐστι τῇ ψυχῇ πρὸς ἃ κεκώλυται πάνυ μὲν οὖν εἶπεν.
  3. εξόφληση, απόδειξη εξόφλησης
      3ος κε αιώνας, P.Oxy. 12 1461, στ. 22, (20-24), @papyri.info
    ἔστι δὲ τῆς ἀποχ(ῆς) τὸ ἀντί-
    γρα(φον)·
    λαχανοπωλε̣ί̣ο[υ] Ἑρμα-
    ΐσκου ἔσχον διὰ Διοσκόρου
    εἰς κατασκευὴν αἰ̣λ(*) (δραχμὰς) κ,
    Το αντίγραφο της απόδειξης είναι το εξής:
    Για το λαχανοπωλείο του Ερμαΐσκου
    έλαβα μέσω του Διοσκόρου
    για επισκευές 20 δραχμές επιπλέον.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Σύνθετα

[επεξεργασία]