ἀπρακτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπρακτέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπρακτέω - ἀπρακτῶ (συνηρημένο)

  1. απέχω από κάθε εργασία, μένω αδρανής
  2. δεν αποκομίζω κανένα όφελος
  3. σπαταλώ το χρόνο μου
  4. (ιατρική) (για φάρμακο) χάνω την αποτελεσματικότητά μου, την ισχύ μου

Συγγενικά[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]