ἀπρόοπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπρόοπτος < ἀ- στερητικό + πρό + οπ- (από τον μέλλοντα ὄψομαι του ὁράω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπρόοπτος -ος -ον

  1. απρόοπτος
  2. που δεν προβλέπει, δεν γνωρίζει ότι κάτι θα συμβεί

Συγγενικά[επεξεργασία]