ἀπόβλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπόβλητος < ἀποβάλλω < ἀπό- + βάλλω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπόβλητος-ος-ον

  • που είναι άξιος να αποβληθεί, που είναι ανάξιος, του αξίζει να τον πετάξεις, για πέταμα, απόβλητος
  • οὔ τοι ἀπόβλητ᾽ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα (δεν είναι για πέταμα τα ένδοξα δώρα των θεών)


Συγγενικά[επεξεργασία]