ἀπόκτησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόκτησῐς αἱ ἀποκτήσεις
      γενική τῆς ἀποκτήσεως τῶν ἀποκτήσεων
      δοτική τῇ ἀποκτήσει ταῖς ἀποκτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόκτησῐν τὰς ἀποκτήσεις
     κλητική ! ἀπόκτησῐ ἀποκτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκτήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπόκτησις < ἀποκτάομαι, ἀποκτη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπόκτησις θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή, νομικός όρος) πράξη δωρεάς
  2. (ελληνιστική κοινή) απώλεια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]