ἀπόρριμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπόρριμμα < ἀπορρίπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόρριμμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- το απόρριμμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀπόρριμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.