ἀπόφασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπόφασις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπόφασις < ἀπόφημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόφασις
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Τόμος 3, σελ.139 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόφασῐς | αἱ | ἀποφάσεις |
γενική | τῆς | ἀποφάσεως | τῶν | ἀποφάσεων |
δοτική | τῇ | ἀποφάσει | ταῖς | ἀποφάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀπόφασῐν | τὰς | ἀποφάσεις |
κλητική ὦ! | ἀπόφασῐ | ἀποφάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποφάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποφασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ἀπόφασις < ἀποφαίνω: ἀπό- + φάσις (κατηγορία) < μηδενική βαθμίδα φα- του φαίνω[1] (φανερώνω, φέρνω στο φως) < απώτερη αρχή η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με τη σημασία: λάμπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόφᾰσις θηλυκό
- απόφαση εξουσίας, δικαστηρίου, καταδίκη, τελεσίδικη σοβαρή δήλωση κάποιου που θεωρείται αυθεντία, κάποιου που ορίστηκε ως διαιτητής
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ἀπόφασις < ἀπόφημι: < ἀπό- + φάσις < θέμα φα- του φημί[2] < απώτερη αρχή η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με τη σημασία: λέω, μιλάω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀπόφασις ⇒ νέα ελληνικά: απόφαση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόφᾰσις θηλυκό
[επεξεργασία]
- ↑ «φαίνω» - Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
- ↑ «φημί» - Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀπόφασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπόφασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «απόφαση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Νομικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀπό- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)