ἀρήν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀρήν | οἱ/αἱ | ἄρνες |
γενική | τοῦ/τῆς | ἀρνός | τῶν | ἀρνῶν |
δοτική | τῷ/τῇ | ἀρνῐ́ | τοῖς/ταῖς | ἀρνᾰ́σῐ(ν) & ἄρνεσσῐ(ν)(επικός) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄρνᾰ | τοὺς/τὰς | ἄρνᾰς |
κλητική ὦ! | ἀρήν | ἄρνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρνοῖν | ||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «ἀρήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥h₁ḗn (ἀρήν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀρήν αρσενικό ή θηλυκό (& ἄρης & ἄρνον)
- αρνί (μικρότερο του ενός έτους)
- → χρειάζεται παράθεμα και για αρσενικό
- πρόβατο (αρσενικό ή θηλυκό)
- ※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 103 οἴσετε ἄρν', ἕτερον λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαιναν, (θηλυκό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η λέξη στην ονομαστική ενικού απαντά μόνο σε επιγραφές, π.χ. IG1.4, 11.154A11
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἀρήν» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά μεταπλαστά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μήν' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Όμηρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)