ἀραβίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀραβίς | αἱ | ἀραβίδες | ||||
γενική | τῆς | ἀραβίδος | τῶν | ἀραβίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἀραβίδῐ | ταῖς | ἀραβίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀραβίδᾰ | τὰς | ἀραβίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀραβίς* | ἀραβίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀραβίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀραβίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀραβίς (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
- για την καθαρεύουσα, διαφορετική σημασία → δείτε τη λέξη αραβίδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀραβίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) συνώνυμο του δράβη
- αέρας με σκόνη
- <Ἀραβίδες>· αἱ μετὰ κονιορτοῦ πνοαί ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα) ἀραβίς: η αραβίδα (οπλισμός)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀραβίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Οπλισμός (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)