ἀρβύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρβύλη | αἱ | ἀρβύλαι |
γενική | τῆς | ἀρβύλης | τῶν | ἀρβυλῶν |
δοτική | τῇ | ἀρβύλῃ | ταῖς | ἀρβύλαις |
αιτιατική | τὴν | ἀρβύλην | τὰς | ἀρβύλᾱς |
κλητική ὦ! | ἀρβύλη | ἀρβύλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρβύλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρβύλαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρβύλη ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε στον Αισχύλο < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -υλ στο θέμα της λέξης[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρβύλη, -ης θηλυκό
- (υπόδηση) ανθεκτικό παπούτσι που το φορούσαν αγρότες, κυνηγοί, ταξιδιώτες
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 944 (944-945)
- ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ᾽, ὑπαί τις ἀρβύλας | λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός.
- Αφού το θες… γοργά τα πέδιλ᾽ ας μου λύσουν | που ως σκλάβους τα πατά και πορπατάει το πόδι·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σοι ταῦθ᾽, ὑπαί τις ἀρβύλας | λύοι τάχος, πρόδουλον ἔμβασιν ποδός.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 532 (532-533)
- σὺ δ᾽ εἰς ἴχνος βᾶσ᾽ ἀρβύλης σκέψαι βάσιν | εἰ σύμμετρος σῶι ποδὶ γενήσεται, τέκνον.
- Πήγαινε τότε, κόρη μου, και κοίτα | τα χνάρια του αν στο πόδι σου ταιριάζουν.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- Πήγαινε παιδί μου στα χνάρια και μελέτησε τη βάση της αρβύλας | αν ταιριάζει στο πόδι σου.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Πήγαινε τότε, κόρη μου, και κοίτα | τα χνάρια του αν στο πόδι σου ταιριάζουν.
- σὺ δ᾽ εἰς ἴχνος βᾶσ᾽ ἀρβύλης σκέψαι βάσιν | εἰ σύμμετρος σῶι ποδὶ γενήσεται, τέκνον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 944 (944-945)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ἀρβύλη σελ. 124 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀρβύλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρβύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υπόδηση (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)