ἀριστάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀριστάω < ἄριστ(ον) (πρωινό ή δείπνο) + -άω. Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το ἄριστος.

ἀριστάω / ἀριστῶ [ᾱρ, μεταγενέστερα ᾰρ]

  • παίρνω πρωϊνό ή μεσημεριανό φαγητό
    ※  χώρει νυν πᾶς ἀνδρείως | ἐς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους | λειμώνων ἐγκρούων | κἀπισκώπτων | καὶ παίζων καὶ χλευάζων, | ἠρίστηται δ᾽ ἐξαρκούντως. (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 371-376)
    Προχωρήστε όλοι εμπρός με καρδιά | σε ανθοστόλιστες μέσα αγκαλιές λιβαδιών | με χορούς και πηδήματα, | μ᾽ αναμπαίγματα, αστεία και πειράγματα. | — Όσο για το στομάχι, είναι γεμάτο.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἄριστον